- ψωμοτρώ(γ)ω
- ψωμόφαγα1. τρώω το ψωμί άλλου, ζω σε βάρος των άλλων.2. αγοράζω κάτι σε χαμηλή τιμή, γιατί αυτός που το πουλά έχει ανάγκη από χρήματα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.